efimerida sfaira

Η αλήθεια όπως την πιστεύεις στ' αλήθεια με θάρρος για κάθε καινούρια αρχή, θέλοντας ή μη

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: Athens, Attika, Greece

Κυριακή, Ιουνίου 17, 2007

ΣΚΑΛΙΣΕ ΤΙΣ ΚΛΗΣΕΙΣ ΣΟΥ ΚΑΛΑ ΚΑΛΑ


7 χρόνια φαγούρα


Χάρη στα κομπιούτερ και την οργάνωση των δημοτικών και αστυνομικών υπηρεσιών θυμήθηκα τους αριθμούς πινακίδων των παλιών αγαπημένων μου αυτοκινήτων: από το CITROEN 2CV που είχα ως νεαρή κορασίδα, μετά το PEUGEOT 106 ως πολύ νέα γυναίκα, ύστερα το PEUGEOT 206 με ηλιο-οροφή ως απλώς νέα γυναίκα, κατόπιν το PEUGEOT 206cc ως μεσήλικας (αν υποθέσουμε ότι έχω διανύσει ακριβώς τη μισή μου ζωή κι έχω άλλη τόση ώσπου να μη χρειάζομαι πια Ι.Χ. διότι θα έχω αποκτήσει δικά μου φτερά για τις μετακινήσεις!). Ομολογουμένως είχα, και έχω ακόμα, κόλλημα με τα γαλλικά αυτοκίνητα κι ήταν συγκινητικό να ξαναθυμάσαι τους αριθμούς κυκλοφορίας σου και φυσικά μαζί με αυτούς το τι έκανες κατά τις διάφορες περιόδους. Ό,τι και να έκανες, τώρα πάντως είσαι καταγεγραμμένη ως παραβάτης του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας!

Η πυροδότηση της, ούτως ή άλλως, επιλεκτικής μνήμης σου έγινε εξ’ αιτίας μιας κλήσης (μετά γενναίας προσαυξήσεως) που ήρθε και σε βρήκε σπίτι σου επτά χρόνια αργότερα να σου υπενθυμίσει ότι τον Μάιο του έτους 2000 είχες παρκάρει κάπου όπου δεν έπρεπε να είχες παρκάρει. Εσύ, πάλι, συλλογίζεσαι ότι πριν από επτά, δεκαεπτά και είκοσι επτά χρόνια πολλά είχες κάνει για τα οποία χαίρεσαι ή λυπάσαι αλλά όσο για κείνο το παράνομο παρκάρισμα στο συγκεκριμένο δρόμο, η μνήμη σου δεν βοηθά πολύ. Τι δουλειά να΄χες άραγε;
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην ειδοποίηση, σε περίπτωση που έχετε διευθετήσει το θέμα, τότε, παραβλέψτε την ειδοποίηση. Τώρα μάλιστα, αλλά τι εννοούν αυτοί μ’ αυτό; Διότι εσύ θυμάσαι ότι κάθε τέτοια κλήση που έβρισκες στο παρμπρίζ πήγαινες και τη «διευθετούσες», ως δημοσιογράφος που είσαι, στον εκάστοτε αρμόδιο αξιωματούχο της αστυνομίας ή του Δήμου αφού το ’χει η φύση της δουλειάς σου μερικές φορές να παρκάρεις εκεί που κανονικά δεν παρκάρουν. Εντάξει, δεν είναι δικαιολογία αυτό, αλλά πάντως έτσι συνέβαινε: να πηγαίνεις και να σου σβήνουν την κλήση ένεκα που είσαι δημοσιογράφος και υπήρχε (ή υπάρχει) ανοχή στο βιαστικό παρκάρισμα του δημοσιογράφου. Έλα όμως που ενώ στην έπαιρναν πίσω την κλήση δεν σήμαινε ότι σου την έσβηναν κιόλας από το σύστημα ηλεκτρονικής καταγραφής πραβάσεων ή ό,τι είναι αυτό τέλος πάντων.
Εσύ έφευγες ήσυχα ότι, εντάξει, το τακτοποίησες, αλλά να που τώρα έρχεται και σου λέει, Έλα πλήρωνε με τόκο! Μα καλά έπρεπε να περάσουνε εφτά χρόνια; Γιατί δεν έστειλαν την ειδοποίηση σε δύο, τρεις, έξι μήνες και πάντως μέσα στην ίδια χρονιά;

Ποιά βεβαίωση;


Μια πρώτη σκέψη είναι να παραβλέψεις την ειδοποίηση αφού την είχες διευθετήσει.
Μια δεύτερη σκέψη είναι να μη την παραβλέψεις και να σκαλίσεις το παρελθόν σου.
Τηλεφωνείς, λοιπόν στην αρμόδια Ταμειακή Υπηρεσία και δίνεις τον αριθμό πινακίδων του προ επταετίας Ι.Χ. καθώς και του προηγούμενου και του προ προηγούμενου (τις βρήκες στα αντίγραφα των φορολογικών σου δηλώσεων). Και τι μαθαίνεις; Ότι εκκρεμούν οφειλές από δεκαεπταετίας! Από το 1992 παρακαλώ έως το 2000. «Μετά το 2000 δεν έχετε παραβάσεις» με πληροφορεί ο υπάλληλος. Μωρέ, έχω, λες από μέσα σου, μια προχθεσινή, μόνο που δεν το ξέρεις ακόμα. Καλά, μα πώς; Αφού… μπλα μπλα μπλα, εξηγείς πώς είχαν τα πράματα με σένα και όλους τους άλλους του είδους σου. Σου λέει εύλογα, «αποκλείεται δηλαδή να χάσατε, να ξεχάσατε, να μην είδατε καν κάποιες κλήσεις ή να αμελήσατε έστω και να σας είπαν ότι διευθετήθηκε αλλά να μην είχε διευθετηθεί; Έχετε μήπως κάποια βεβαίωση;».
Τίποτα δεν έχω, σκέφτεσαι, ούτε καν επιχειρήματα δεν έχεις. Και τώρα, ορίστε: Τι ήθελα και τα σκάλισα; Ένιωσα να εξοργίζομαι, αλλά τι νόημα έχει;
«Δεν έχετε κάποια… γνωριμία;» ακούω τον άνθρωπο να με ρωτά φιλικά από την άλλη άκρη της γραμμής, που χωρίς να περιμένει απάντηση μου συνέστησε, Καλύτερα να επικοινωνήσετε με το γραφείο του αρμόδιου αντιδημάρχου εδώ στη Λιοσίων 22.
Γιατί όχι; Εδώ που φτάσαμε. Κλείνεις το τηλέφωνο και κοιτάζεις ξανά την μόλις προχθεσινή κλήση που οικονόμησες από καθαρή αφηρημάδα: η κάρτα στάθμευσης του Δήμου που σου ’πεσε στο δάπεδο του αυτοκινήτου καθώς έβγαινες… Πώς έπεσε; Πού να ξέρεις; Ίσως ο διάβολος που δουλειά δεν είχε και στη φύσηξε. Μα θα σκεφτούν ότι το λες ψέματα, ότι χαλάλισες εκ των υστέρων μια κάρτα των δυο ευρώ για να τους ξεγελάσεις. Δεν θα μπορούσες να το κάνεις αυτό; Ναι, αν είσαι τελείως χαζή θα μπορούσες. Αλλά, τι σημασία έχει; Θα πας που θα πας στη Βαρβάκειο, θα πληρώσεις που θα πληρώσεις και οκτώ ευρώ για μισή ώρα στο παρακείμενο γκαράζ, βάλε και τον χρόνο και την ταλαιπωρία να πας ως εκεί για να κάνεις την ένσταση, τέλος πάντων, έχεις που έχεις και την κάρτα ξυσμένη, θα πεις κι ό,τι έχεις να πεις και θα δεις. Τι να δεις; Πήγες και έγραψες την ένσταση στο έντυπο σχετικά με την κλήση των 23 ευρώ, σου είπαν, «αφήστε τη και να ξανάρθετε για την απάντηση αφού μας τηλεφωνήσετε τη άλλη εβδομάδα…». Τι έκανε λέει; Να ξαναρθώ; Κι άλλη ταλαιπωρία, κι άλλος χαμένος χρόνος, και βενζίνη, κι άλλα οκτώ ευρώ στο γκαράζ της Βαρβακείου, μόνο για το μπας και … Κι έτσι που τους έβλεπες, πολύ χλωμό άρχισε να σου φαίνεται πως θα δεχτούν την ένστασή σου. Ξέρετε, μου είναι δύσκολο να έρθω πάλι… «Τότε, πηγαίντε πάνω στον κύριο διευθυντή», σου λένε βαριεστημένα και με το δίκιο τους οι άνθρωποι γιατί δεν ήτανε δουλειά αυτή εκεί πέρα (άλλο θέμα αυτό). Ανεβαίνεις λοιπόν στον κύριο διευθυντή και περιμένεις και περιμένεις.
Ανοίγει κάποτε η πόρτα και κόβεις την όψη του πίσω από το μεγάλο γραφείο: στεγνή, στυγερή φάτσα, μάτι μοχθηρό και πλάγιο, βλέμμα πονηρό και μάγκικο. Εξουσία!
Εξηγείς, μα δεν τον ενδιαφέρει καθόλου. «Δεν γίνεται τίποτα» απαντά ξερά. Μα κοιτάξτε, να η κάρτα…. «Τη βλέπω αλλά δεν γίνεται τίποτα» ξανάπε με σαδιστική ευθυμία.

Δεν επέμεινα πολύ. Το ύφος και η φάτσα του ήταν άκρως αποτρεπτικά. Ούτε και τα … δυο ευρώ της άτυχης κάρτας δεν θα αφαιρέσετε; ρώτησα χαριτολογώντας. Και τότε αποφάσισε να γίνει καλός: «Μπορώ να αφαιρέσω το μισό ποσόν! Πέστε στον ταμία να μου τηλεφωνήσει» με διέταξε. Αχά! Το μισό ποσόν. Α, μάλιστα. Άρα γινόταν κάτι εξ’ αρχής. Η καημένη η ταμίας τα έχασε. Προς στιγμή λέω μέσα μου, αϊ σιχτίρ, θα πάω να πληρώσω και να φύγω κι ούτε θα πω τίποτα στην ταμία. Αλλά μετά λέω, δε βαριέσαι, κάτσε να δούμε.
«Σας είπε … να του τηλεφωνήσω;;» ρώτησε απορημένη αλλά τηλεφώνησε. Τελικά πλήρωσα 11 ευρώ και πενήντα λεπτά. Και τώρα; Σβήστηκε η κλήση; τη ρώτησα.
«Όοοχι τώρα, εν καιρώ».
Εν καιρώ! Α, όπως και οι άλλες, εν καιρώ ή θα σβηστούν ή θα εμφανιστούν, κι αν έχω ακόμα το αποδεικτικό έχει καλώς. Ο κύριος διευθυντής Στυλιανός … ναι, Στυλιανός Κρασάς, μας υποχρέωσε αφού έδειξε τάχα και ενδιαφέρον να μάθει πώς πήγαν οι εκλογές στην Ε.Σ.Η.Ε.Α, «το ξέρω πως είχατε εκλογές», κι αν βγήκε ο φίλος του ο τάδε που είναι επικεφαλής της παράταξης!
Ναι, άλλωστε κι εγώ γι αυτό έφαγα την κλήση στη Πινδάρου: από συμμετοχή και ενδιαφέρον για τις εκλογές στο κτίριο της Ακαδημίας. Κι επίσης από αφηρημάδα επειδή σκεφτόμουν κι άλλα κι έτσι δεν πρόσεξα την κάρτα που τη φύσηξε ο διάολος κι έπεσε χάμω.
Αλλά όποιος πολυσκέφτεται, την πληρώνει. Ή μήπως όχι;

Πληρώνεις μα δεν σβήνεις


Σχεδόν δυο ώρες περίμενα την επόμενη μέρα έξω από το γραφείο του αντιδημάρχου. Είχα κλεισμένο ραντεβού στις 11.30 (πήγα έντεκα και τέταρτο) και με δέχτηκε κατά τη μία. Ο διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων, Βαφειάδης… ναι, Νίκος Βαφειάδης, ανέλαβε προ τριμήνου κατόπιν επιθυμίας του δημάρχου Αθηναίων, Νικήτα Κακλαμάνη επειδή του έχει εμπιστοσύνη ως φίλο και κυρίως ως έμπειρο εφοριακό.
«Ξέρετε πόσα είναι τα χρέη προς το Δήμο μονάχα από κλήσεις παράνομης στάθμευσης;

Ε ξ η ντ α ε νν ιά εκατομμύρια ευρώ!».
69! Πω, πω, είπα.
«Και πόσα από άλλα απλήρωτα τέλη; Πεζοδρόμια, καρέκλες, τραπέζια, ανανεώσεις αδειών;

Ε β δ ο μ η ντα τε σσε ρα εκατομμύρια παρακαλώ».
74! Πω, πω, σκέφτηκα κουνώντας την κεφαλή
«Σύνολο 143 εκατομμύρια ευρώ!» τα πρόσθεσε.
Ε, ναι, δεν είναι και λίγα. Κι από πότε όλα αυτά; ερώτησα.
«Από το 1985 έως τώρα».
Εγώ πάλι είμαι του 1992 έως 2000, είπα εξηγώντας τα περί ειδοποίησης που ήρθε με 7 χρόνια καθυστέρηση, κι έχοντας κατά νου ότι πάει, την πάτησα που τα σκάλισα. Αλλά αυτός ο άνθρωπος ήταν μια μάλλον ευχάριστη έκπληξη σε αντίθεση με τον άλλον γιατί ούτε πουλούσε ύφος ούτε εξουσία. Έτσι συζητήσαμε αρκετή ώρα και όταν του είπα, Να π.χ. μόλις χτες πλήρωσα μια κλήση εκεί στη Βαρβάκειο αλλά η ταμίας είπε ότι δεν σβήνονται αμέσως μόλις πληρώσεις κι εγώ αυτή την απόδειξη ότι δηλαδή πήγα και διευθέτησα το ζήτημα σε λίγο θα την έχω χάσει και θα την έχω ξεχάσει.Ο Βαφειάδης έδειξε να κατανοεί ότι πράγματι το Σύστημα είχε κανόνες και ρυθμούς διευθέτησης ελλιπείς έτσι που ο πολίτης δεν μπορεί «να είναι εκατό τοις εκατό σίγουρος». Κι αυτό πρέπει να αλλάξει, είπε, να γίνεται σωστά και ότι, Όχι, δεν την πάτησα που πήγα και τα σκάλισα, ανασύροντας παλιές διευθετημένες πλην όμως άκρως εκκρεμείς ...διευθετήσεις. Θα δείξει.