efimerida sfaira

Η αλήθεια όπως την πιστεύεις στ' αλήθεια με θάρρος για κάθε καινούρια αρχή, θέλοντας ή μη

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: Athens, Attika, Greece

Κυριακή, Ιουνίου 24, 2007

ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΣ ο ήλιος το καταμεσήμερο


Ο αρχιφύλαξ, η πρόοδος και οι φάπες

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1981 στο Καστρί, ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, προλόγιζε το βιβλίο ενός δημοσιογράφου υπό τον τίτλο “στη μαχη για την αλλαγη” - έτσι δίχως τόνους γραμμένος ο τίτλος στο εξώφυλλο – όπου ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ (και σχεδόν ένα μήνα μετά από εκείνη τη μέρα πρωθυπουργός) δεσμευόταν ότι η κυβέρνησή του, η κυβέρνηση της Αλλαγής, θα εργαζόταν συστηματικά ώστε ο δημοσιογράφος «να είναι απαλλαγμένος από εξαρτήσεις», εκείνες τις εξαρτήσεις, έγραφε, που οδηγούσαν τον δημοσιογράφο «στη μετατροπή του σε υπάλληλο του Κράτους, της κυβέρνησης ή του κόμματος.»
Ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε λόγο και για ένα από τα «θλιβερά επιτεύγματα του κράτους της Δεξιάς»: την κατασκευή δημοσιογράφων, κυρίως με την εξαγορά συνειδήσεων ώστε να επιτευχθεί μια εκ των έσω διάβρωση του Τύπου, να χρησιμοποιείται η δημοσιογραφία από το κατεστημένο σαν όργανο αποπροσανατολισμού και αντιλαϊκής προπαγάνδας. Υποστήριζε και κάτι ακόμα: ότι «ο δημοσιογράφος έχει καθήκον να πάρει θέση, να τοποθετηθεί στην κοινωνική δομή. Η είδηση, η καταγραφή και προβολή των στοιχείων είναι, πρέπει να είναι, το θεμέλιο της δημοσιογραφίας, δεν είναι όμως το σύνολό της κι ούτε υπηρετείται σωστά η ενημέρωση της κοινής γνώμης μόνο με την παρουσίαση της είδησης. Γιατί τα γεγονότα δεν είναι ποτέ ξεκομμένα. Είναι στιγμές μας εξελικτικής διαδικασίας.»

Το βιβλίο αυτό είναι του γνωστού δημοσιογράφου Γιώργη Μασσαβέτα, ο οποίος παρουσίαζε ένα τμήμα της δουλειάς του, κομμάτια της επώνυμης αρθρογραφίας του που «παρά το κύλισμα του χρόνου, διατηρούν την επικαιρότητά τους» όπως σημείωνε.
Το βρήκα στην Αχαρνών, σε ένα μικρό παλαιοπωλείο βιβλίων, περιμένοντας όσο η μητέρα μου να ανανεώσει το βιβλιάριό της στο παρακείμενο Τ.Σ.Α.Υ (ξέρετε ασφαλιστικά ταμεία, ομόλογα κ. ο. κ). Το ξεφύλλισα και παρότι περιλάμβανε κείμενα του …1975, 1978, 1981, μου φάνηκε ότι πράγματι διατηρούν την επικαιρότητά τους σχεδόν τριάντα χρόνια μετά. Το αγόρασα 2,50 ευρώ! Και σκέφτηκα: Χμ, κανονικά θα έπρεπε να το ξανατυπώσουν και το διανέμουν οι δωρεάν εφημερίδες, δωρεάν στους νέους και γενικά στον κόσμο για να μη ξεχνιόμαστε.
Διότι αυτές τις μέρες η σοκαριστική(;) είδηση του αρχιφύλακα και των άλλων αστυφυλάκων να πλακώνουν στις σφαλιάρες τα κλεφτρόνια, όπως παρακολουθήσαμε χάρη στην τεχνολογική πρόοδο με το βίντεο (μέσω κινητού;) των βασανιστηρίων που βγήκε στη δημοσιότητα (να υποθέτουμε ότι ήταν για να τιμωρηθούν π α ρ α δ ε ι γ μ α τ ι κ α, όπως είπε ο Πολύδωρας, οι κακοί και βάναυσοι αστυφύλακες;), και έγιναν τα ποικίλα δημοσιογραφικά και πολιτικά σχόλια - ακόμα και κείνα ότι χρειάζονται μερικές «ψιλές» προς γνώση και συμμόρφωση - και τα λοιπά γενικά περί παιδείας και ποιότητας και, και, και,
Ιδού, λοιπόν, βγάλτε μερικά σφαιρικά συμπεράσματα από την πρόσφατη ιστορία.

Πώς έγινε βασανιστής;
του Γιώργη Μασσαβέτα στην εφημερίδα ΑΘΗΝΑΪΚΗ (το 1975)

Δεν έχει σχεδόν συμπληρώσει τα είκοσι το παλληκαρόπουλο, που καλείται να καταταγεί στο στρατό. Δεν είχαν συμπληρώσει τα είκοσι κι εκείνοι που με κριτήριο τη σωματική τους διάπλαση και την… αναπλαστική του οικογενειακού τους φακέλου πολιτική απόχρωση, διαλέγονταν να επανδρώσουν την ΕΣΑ.
— Ποιος έκανε το παιδί μου βασανιστή; Ρωτούσε προχτές στη δίκη ένας πατέρας.
Δραματικό ερώτημα. Η αιώνια έκπληξη του γονιού, που κατά τη γνώμη του «έκανε τα πάντα» για το παιδί του και ξαφνικά το βλέπει να εγκληματεί. Το βλέπει στο εδώλιο του κατηγορουμένου σαν κλέφτη, βιαστή, λαθρέμπορο ή, στην περίπτωσή μας, βασανιστή. Για ν’ απαντήσει κανείς σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει να περάσει πρώτα από την κρισάρα μερικών άλλων λιγότερο “δραματικών”, αλλά περισσότερο ουσιαστικών ερωτήσεων.
Πολλές φορές ξεπήδησαν προδότες, δοσίλογοι, βασανιστές, όργανα τυφλά της βίας των ντόπιων ή ξένων κατακτητών από τα σπλάχνα ετούτου του γενναίου λαού.
Γιατί η γενναιότητα δεν διδάσκεται στον τόπο μας, παρά μόνο σαν αρετή που εκδηλώνεται στο πεδίο της μάχης. Η γενναιότητα της καθημερινότητας είναι άγνωστη αρετή για τη σκουριασμένη παιδεία μας.
Αντίθετα η γενναιότητα του να αρνείσαι τον εξανδραποδισμό σου και τη μεταβολή σου σε άβουλο όργανο του κάθε γραναζιού της εξουσίας, είναι καταχωρημένη στο λεξιλόγιο της επίσημης αγωγής μας σαν έλλειψη φρόνησης.
Τι έχουν διδαχτεί τα δεκαοκτάχρονα παλληκαρόπουλα;
Ότι είναι παρανομία να τα βάζεις με τους ισχυρούς. Ότι είναι τρέλα να διεκδικείς το δίκιο σου. Ότι είναι εθνικό να υπακούς στα προστάγματα κάθε κατοχυρωμένου εξουσιαστή.
Κι είναι αλίμονο πολιτική… παραγωγής ανθρώπων που διατάζονται να υπερηφανεύονται ότι δεν σκέπτονται. Κι είναι αλίμονο το τμήμα μιας γενικότερης πολιτικής παραγωγής κακομοίρηδων πολιτών, που όλη τους η πολιτική πρέπει να συνοψίζεται σε μια προσπάθεια: Να εξασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση το «ουδέποτε απησχόλησεν τα αρχάς», που η πολιτεία – δασκάλα αυτής της “αγωγής” τον κλείνει σ’ ένα φάκελο και σ’ ένα υπηρεσιακό σημείωμα που συνιστά την πολιτική, ιδεολογική και ηθική “καθωσπρέπεια” του λαού μας.
Αλλά όταν τα πρόσωπα, τα πιο χτυπητά, που’ ναι φορείς ενός τέτοιου πνεύματος μετατροπής του πολίτη σε ραγιά, με μόνο προνόμιο την ανά τετραετία «άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων του», μετατροπής του στρατευμένου πολίτη σε ένα πράγμα, που πρέπει ν’ αφήνει έξω από το στρατόπεδο της μονάδας του τη συνείδηση και την… κακή του συνήθεια να σκέπτεται, όταν αυτά τα πρόσωπα μας κυβερνούν χρόνια και χρόνια τώρα, είναι για να ρωτάμε «ποιος έκανε το παιδί μου βασανιστή;».
Ποιος τίμησε με μετάλλια και προαγωγές τους αξιωματικούς που βασάνιζαν στην Ψυτάλλεια ή στη Μακρόνησο; Ποιος εξασφάλιζε… άδειες μικροπωλητών ή θέσεις κλητήρων στους χασικλήδες που τους επιστράτευαν σαν «αγανακτισμένους» πολίτες για να βασανίζουν ή να χαφιεδίζουν κάθε πολίτη που δε στεκόταν εθελόδουλος;
Όλα τούτα δεν γράφονται έτσι για να ζητήσουμε λογαριασμό για εκείνα που έγιναν. Αλλά για να θυμίσουμε σ’ αυτούς που κυβερνούν ότι το κακό που γεννήθηκε στις 21.4.67 ούτε και πέθανε στις 24 Ιουλίου του ’74. Κι έχουν ευθύνη γι αυτή την επιβίωση. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευθύνη μιας πολιτείας, απέναντι στο έγκλημα, από την ανοχή και την παιδεία που αντιμετωπίζει τον πολίτη σαν έναν υποψήφιο υποτακτικό, για τα παντοειδή κελεύσματα της κάθε φορά εξουσίας που βρίσκεται πάνω απ’ το κεφάλι του.