efimerida sfaira

Η αλήθεια όπως την πιστεύεις στ' αλήθεια με θάρρος για κάθε καινούρια αρχή, θέλοντας ή μη

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: Athens, Attika, Greece

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006

ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ ΣΕ ΔΥΟ ΕΡΓΑ


Εύκολη ζωή

Να, τι διαβρώνει το μυαλό του ανθρώπου, να, τι τον κάνει στεγνό, ρηχό και ανιαρό καθώς αποπειράται να μιλήσει στους διπλανούς για τη ζωή του, προκαλεί, άθελά του, πλήξη επειδή κάτι γελοία καθημερινά που συμβαίνουν πάντα και παντού, αυτόν τον συνεπαίρνουν: Μια βλάβη που ακινητοποίησε χτες το αυτοκίνητο, ένας ξεχασμένος λογαριασμός που πρέπει να πληρωθεί αύριο πρωί - πρωί, εκείνη η υποχρέωση που πρέπει οπωσδήποτε να βγει εντός της εβδομάδος, ένας αριθμός τηλεφώνου που εδώ ήταν, μπροστά μου, κι εξαφανίστηκε, μια κακοτεχνία του υδραυλικού, ένα σωρό μικροπράγματα που δε λένε να στρώσουν, αποσπούν την προσοχή σου, κάνοντας σε μηχανικά να τρέχεις και να μη φτάνεις. Και κείνο το «τρέχουμε» συχνά βγαίνει από χείλη στεγνά, και σπανίως έχει νόημα. Ξεχνάς, πως αν δώσεις μεγάλη σημασία σε κάτι ασήμαντο, αυτό έχει την ικανότητα ακόμα και να σε καταπιεί. Τρέχουμε, ναι, αλλά γιατί; Μήπως για να ξεφύγουμε απ’ την πεζότητα˙ απ’ αυτή τη βαριά, αφόρητη συνήθεια, που απομακρύνει ανθρώπους από δίπλα μας ακόμα κι αν εξακολουθούν να βρίσκονται εκεί, παύουν να είναι. Θέλω να πω, Τι κάνεις για να το αποτρέψεις; Είσαι έστω και λίγο διατεθειμένος να αφήσεις το γάμο και να πας για πουρνάρια; Να ξαραχνιάσει το μυαλό σου και να επιστρέψεις, έχοντας κάτι πραγματικά να πεις; Τολμάς να αφήσεις λογαριασμό απλήρωτο, το αυτοκίνητο χαλασμένο, μια φορά να προτάξεις κάτι ‘περιττό’, χαλαλίζοντας τον πολύτιμο χρόνο σου σε κάτι αληθινά χαριτωμένο, αντί για κείνα τα συνήθη ύποπτα που άχαρα σου κλέβουν αντοχή, σε γερνούν και σε χοντραίνουν. Το αντέχει η καρδιά σου να παχαίνεις και στο μυαλό; Το χωράει ο νους σου να σε βαριούνται, να σε χαιρετούν μόνο και μόνο γιατί έτσι απαιτούν οι καλοί τρόποι; Να σε αποφεύγουν με ωραίο τρόπο, Πολύ θα το ήθελα, αλλά… μπλα, μπλα. Κάνεις τίποτα γι αυτό; Όχι, ρωτώ γιατί φοβάμαι πως θα τη συνηθίσεις αυτή τη δυστυχία. Όχι, δεν εξαιρώ καθόλου τον εαυτό μου. Τίποτα, μα τίποτα δεν είναι δεδομένο γιατί κινδυνεύουμε να γίνουμε όλα όσα κοροϊδεύουμε. Εύκολα, πάρα πολύ εύκολα, πιστέψτε με, μπορεί να παρασυρθούμε και να γίνουμε σαν αυτούς που τους αποφεύγουμε επειδή μας κάνουν να βαριόμαστε.

Θέλει, λοιπόν, πολύ θάρρος να διεκδικείς τη χαρά στη ζωή˙ δίχως να κλείνεσαι σε αυτοσχέδια καβούκια να ’σαι προετοιμασμένος για την απόρριψη, την άρνηση, την ταπείνωση, την αδικία. Θέλει δύναμη να μην εγκαταλείπεις, να μη το βάζεις κάτω, κι αν χάνεις πολλές φορές, κι αν απελπίζεσαι, ο δρόμος κάπου ανοίγει, μπορεί και όχι, δεν το ξέρεις μα ούτε γίνεται κι αλλιώς όπως μας διδάσκει η ζωή μέσα από τον καλό κινηματογράφο, τα καλά βιβλία. Γιατί σήμερα σπάνια οι άνθρωποι είναι τόσο τυχεροί ώστε η δική τους η ζωή να ’χει κάτι να τους διδάξει. Το πρόβλημα είναι πως μάλλον εμείς που γκρινιάζουμε έχουμε εύκολες ζωές.

Στην ταινία ΒΑΒΕΛ, η κωφάλαλη νεαρή Γιαπωνέζα τολμά όσα κανείς δεν τολμά εύκολα, κι ας αποτυχαίνει τελικά να πείσει κάποιον να την αγαπήσει… Κι αναρωτιέσαι, εσύ, που δεν σου λείπει φωνή, ούτε ακοή, θα τολμούσες ποτέ να σπάσεις με τόσο θόρυβο τη σιωπή σου;
Η Μεξικάνα γκουβερνάντα βάζει σε κίνδυνο δυο μικρά παιδιά μαζί και τη δική της, από αίσθημα ευθύνης και αγάπης κι από μια κακιά στιγμή, που χάνονται τα πάντα γι αυτήν. Ποιος έχει κουράγιο να ξαναρχίσει στα πενήντα τόσα; Εκείνη, λέει «ναι».
Το σφρίγος της νεότητας παρατείνεται με τη σκληρή δουλειά και την αποδοχή του μοιραίου είτε αυτό είναι έρωτας μιας βραδιάς είτε ανατροπή μιας ολόκληρης ζωής.
Ένα μακρινό ταξίδι αναψυχής και αναζήτησης μιας κατεστραμμένης σχέσης, επαναφέρει την αγάπη στο ζευγάρι μέσα από πόνο, φόβο και ανείπωτη αγωνία.
Μια οικογένεια Μαροκινών θα ξεκληριστεί επειδή τα παιδιά, ανεξάρτητα από καλές ή κακές συνθήκες διαβίωσης, ήταν απλώς παιδιά που ένας μεγάλος τους εμπιστεύτηκε το όπλο για να διώχνουνε τσακάλια.
Πληγές τα σώματα και οι ψυχές αθώων, εξαγνίζονται στο συνεχές κυνήγι της ίδιας τους της ζωής με θύτες και θύματα τους ίδιους.
Κάποιοι τελειώνουνε νωρίς, άλλοι συνεχίζουν.

Παρακολουθώντας τους ανθρώπους, κι αν βέβαια είσαι καλός άνθρωπος, μπορεί να βρεις ξανά τον εαυτό σου. ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ γίνονται η δική σου καινούργια ζωή που ως χτες ήτανε θαμμένη σε ζοφερά ανακριτικά γραφεία, χαμένη στην κακοπληρωμένη αγκαλιά μιας βιαστικής πόρνης.
Συνειδητοποιώντας σιγά – σιγά την κατάντια να υπηρετεί ένα σύστημα κακοφορμισμένο και βαριά άρρωστο, ο σκληρός και αδίστακτος αξιωματούχος της Στάζι ψάχνει στοιχεία για να συλλάβει τον θεατρικό συγγραφέα και την ηθοποιό φίλη του. Η ιδέα να τον παρακολουθήσει συστηματικά, κεντρίζεται από κείνη την έπαρση, τον αέρα ανωτερότητας που νομίζει πως διακρίνει στο ύφος του συγγραφέα, και που κατά τη γνώμη του, δεν μπορεί παρά να εμφορείται από διαθέσεις αντικαθεστωτικές. Ο έρωτας, αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του διανοούμενου συγγραφέα, λυγίζει τη στερημένη ψυχή του ανθρώπου που τον παρακολουθεί και από εχθρός γίνεται κρυφός θαυμαστής, υποστηρικτής και φίλος του. Το πληρώνει ακριβά με τη δική του ‘καριέρα’ να λιώνει στον ατμό των γραμματοσήμων σε μπουντρούμια μαζί με άλλους διαφωνούντες. Η δικαίωση έρχεται απρόσμενα όταν αντιλαμβάνεται ότι η επιλογή του ούτε χαμένη πήγε, ούτε θάφτηκε στη λήθη των κωδικών της Στάζι: HGW XX/7
Τραγική φιγούρα η όμορφη ταλαντούχα ηθοποιός˙ δίχως αυτοπεποίθηση τελικά ενδίδει σε ωμούς εκβιασμούς˙ ανίκανη να ξεπεράσει το φόβο και την ανασφάλεια τερματίζει άδοξα τη ζωή της, έχοντας προδώσει πρώτα τον άνθρωπό της κι έχοντας στο στόμα τη στυφή γεύση των ενοχών. Δεν συμβαίνει, δυστυχώς, το ίδιο με τους πραγματικά κακούς της ιστορίας, που ατιμώρητοι, ανενόχλητοι και αμετανόητοι κυκλοφορούν απολαμβάνοντας τη δημοκρατία.