efimerida sfaira

Η αλήθεια όπως την πιστεύεις στ' αλήθεια με θάρρος για κάθε καινούρια αρχή, θέλοντας ή μη

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: Athens, Attika, Greece

Τρίτη, Ιουλίου 12, 2011

ΑΓΑΠΗ ΣΑΝ ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙ

Σε λίγο το κρασί τελειώνει. Όπου να ’ναι εσύ θα φύγεις. Άλλος χρόνος για αυταπάτες δεν υπάρχει. «Γιατί δεν μιλάς; Φοβάσαι;» θα ρωτήσω με το βλέμμα.

«Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω» θα αποκριθεί η ωραία αυταπάτη κι έτσι όλα θα καούν. Αν όμως το παραδεχόταν; «Φοβάμαι, ναι, φοβάμαι μήπως μια μέρα δεν με ξανακοιτάξεις έτσι όπως τώρα» αν έλεγε; Τότε, όλα θα ηχούσαν αλλιώς, σαν ηώς, πρελούντιο, προανάκρουσμα εφήμερου έρωτος.

Αλλά μόνη απάντηση ήταν η σιωπή. «Θα μου λείψεις! Εγώ; Θα σου λείψω;». Σιωπη.

Πράξη πρώτη πρόσκαιρη: Φόβος

Ένα χρώμα σαν Ανατολή. Ένα άρωμα σαν Μεσόγειος. Ένα χάδι σαν Βάλσαμο. Ένα φιλί σαν Έρωτας. Ένα τραγούδι σαν Ρέμβη. AMBER! Γέλασε κρυφά και χάραξε την άκρη των χειλιών σαν ευφορία ευφάνταστη, που βολιδοσκοπεί βακχείες. Μήπως όμως σκεφτόταν απλώς βλακείες; Το ’βλεπε τώρα καθαρά πως απόψε δεν θα γυρίσει άλλη φορά να κοιτάξει. Από φόβο; Α, γι αυτόν τον φόβο λοιπόν πρέπει κανείς να μετανοεί; Φόβος δεν επιτρέπεται. Απαγορεύεται αυστηρά ο φόβος. Ήταν έτοιμη να ιδρύσει ένα νέο κίνημα, Το Κίνημα των Τολμηρών! Για αρχή, θα τον αγνοήσει επιδεικτικά. Περνώντας δίπλα του μ’ όλο της το “είναι” ολοκληρωτικά στραμμένο σ’ αυτόν θα κοιτάζει στο πάτωμα που είναι πέρα ως πέρα στρωμένο κεχριμπάρι. Έσμιξε τις φτερούγες όσο γινόταν πιο κοντά στο σώμα να προστατευτεί, εξαναγκάζοντας το κόκκινο τατουάζ ψαράκι που ζούσε στον αριστερό της ώμο να κολυμπήσει βιαστικά να χωθεί στο στήθος να ξεφύγει από την ορμή του κύματος που απειλούσε να το ρίξει στην καυτή αμμουδιά του αργού θανάτου. Κάτω από το δροσερό δέρμα ήταν ωραία, ανάμεσα στις συμπληγάδες. Εκεί ησύχασε ξανά ώσπου μια φωνή «Ε, πού πάς, εσύ;» ακούστηκε. Το ρεύμα ανατάραξε ξανά τα ήρεμα νερά. Την είχε δει από την αρχή την παρατηρούσε, περίμενε. «Θα χτυπήσω αυτό το δειλό ψαράκι» είπε ο κεραυνός στη μουσική. Τον άφησε να ρουφήξει τις νότες και αστραπιαία ή το λεπτό δέρμα γέμισε βελόνες από ήλεκτρο που καρφώθηκαν παντού στο σώμα. Μία από αυτές πιο δυνατή στον καλοσχηματισμένο ώμο, αλλά μάρτυρες της απροειδοποίητης επίθεσης δεν υπήρχαν πουθενά. «Μην τολμήσεις να το σκάσεις» είπε κι έσφιξε ασφυκτικά τον κλοιό, παγιδεύοντας το ψαράκι που σπαρταρούσε σε απανωτά κύματα με τη βελόνα από ήλεκτρο να μουδιάζει βασανιστικά το αριστερό πτερύγιο καθώς αγωνιζόταν μάταια να πετάξει πάνω απ’ το νερό. Το ανθρώπινο σώμα μετουσιωνόταν αναγκαστικά σε ευχή που βγαίνει αληθινή όταν πια δεν περιμένει τίποτα. Η τιμωρία υπήρξε απόλυτη. Στέρηση του δικαιώματος στη χαρά κάποιος να σε ποθεί και να σ’ αγαπά μαζί.

Πράξη δεύτερη άχρονη: Αναμέτρηση

Το λαρύγγι, ο οισοφάγος, το στομάχι, το συκώτι είχαν κιόλας ρευστοποιηθεί στην ηβική χερσόνησο έτοιμα να την πλημμυρίσουν μόλις άνοιγαν οι ουρανοί και τίποτα πια δεν θα υπήρχε στέρεο και συμπαγές για να κρατηθεί. Μια ρουβία σαν κόκκινος οίνος που όμως δεν έρεε στις νότες, αυτές οι νότες είχαν αυτομολήσει στον εχθρό, είχαν συνθηκολογήσει σε συνθήκη μυστική, είχαν χωθεί σε χαραμάδα κρυφή που οδηγούσε σε σπήλαιο όλο φωτιά, νερά, ιερογλυφικά και μια ζωγραφιά στα βράχινα τοιχώματα από παλιά ανθρωποθυσία.

«Δεν είσαι εδώ για να διατάζεις» είπε κι έπνιξε μια κραυγή οργής γεμάτη ζωικό ήλεκτρο. «Μόνο θα με κοιτάζεις». Με ερυθρόδανα χείλη ν’ αντηχούν γλώσσα νοερή, τράβηξε την ηλεκτροβελόνα, σείστηκε το σώμα, φωτίστηκαν τα τοιχώματα με τα ιερογλυφικά μες τις φλόγες το κόκκινο ψαράκι ξέφυγε ξεγλιστρώντας μες τον χαμό ανάμεσα στις συμπληγάδες που είχαν ανοίξει διάπλατα στο κύμα που σάρωνε τον κόλπο.

Πράξη τρίτη σύντομη: Αντοχή

Πρώτα μια ανάσα βαθιά, μια τελευταία γουλιά κι ήταν έτοιμη να ακολουθήσει το σχέδιο δράσης. Θα πλησίαζε, θα κοίταζε κατάματα τα αίματα, θα έλεγε κάτι όμορφο όπως ότι απόψε η νύχτα είχε χρώμα ασημί σαν βροχή που απειλεί να ξεσπάσει, να σπάσει το πέτρινο από χρόνια στεγνωμένο χώμα, να μυρίσει κεχριμπάρι, τώρα, έστω αυτήν την περασμένη ώρα προτού φύγει άνυδρη ξανά, μόνη, χωρίς ν’ ανησυχεί για τη νεροποντή κι αν είναι να γλιστρήσει σε δέρμα αδιάβροχο σαν συνθετικό πανωφόρι, δεν πειράζει. Χαμογέλασε να λυτρωθεί από την πλάνη γιατί άλλο τόλμη άλλο επιμονή. Ένα τσιγάρο τελευταίο προτού φύγει; Ένα, τελευταίο. «Υποκλίνομαι στην τόλμη που εκφράζεται και ζητά μικρή αναβολή» είπε κυνικά.

«Είναι που δεν υπάρχει χρόνος» αποκρίθηκε έχοντας αυτήν την προσδοκία να νιώσει χείλη με λέξεις από κεχριμπάρι, θάλασσα, βροχή, άμμο, ουρανό, φεγγάρι, να νιώσει τον γνώριμο παλμό χαμηλά στην κοιλιά που μεταγγίζει συσπάσεις στη ραχοκοκαλιά άλλου σώματος να κολλήσει στο δικό της, να το αγαπήσει. Καληνύχτα μωρό μου.

1 Comments:

Anonymous Ανώνυμος said...

Βλέμμα σαν κεχριμπάρι!
Αγάπη σαν κεχριμπάρι!
Έρωτας σαν κεχριμπάρι!

Αγαπητή μου Μιρέλλα, τί ωραίο κείμενο; τί άσκηση πνεύματος;

Εκτύπωσα το κείμενο για να το έχω μαζί μου, να το μελετήσω,να κατανοήσω τα αινίγματα,τις αλληγορίες και να διαβάσω τους κώδικές σου, να σε κατανοήσω, να δω την ψυχή σου!!!
Καληνύχτα μωρό μου.

2:23 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home